- αποψευδομαι
- ἀποψεύδομαιἀπο-ψεύδομαιобманываться
(τῆς ἐλπίδος Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τῆς ἐλπίδος Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αποψεύδομαι — ἀποψεύδομαι (Α) 1. επινοώ κάτι εντελώς ψευδές 2. παθ. διαψεύδομαι σε κάτι … Dictionary of Greek
ἀπεψεύδοντο — ἀποψεύδομαι cheat grossly imperf ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεψεύσθη — ἀποψεύδομαι cheat grossly aor ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)